Έφη Αχτσιόγλου: «Απόλυτη κυβερνητική αποτυχία στη διαχείριση της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης»

Έφη Αχτσιόγλου: «Βιώνουμε την απόλυτη κυβερνητική αποτυχία, τόσο στη διαχείριση της πανδημίας όσο και στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης».

Κατά την τοποθέτησή της από το Βήμα της Βουλής, κατά τη συζήτηση  για τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2021, η πρώην υπουργός και τομεάρχης Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ, Έφη Αχτσιόγλου, τόνισε πως η κυβέρνηση είχε όλο τον χρόνο να προετοιμάσει το δημόσιο σύστημα υγείας και δεν το έκανε.

Της Μαύρας Σαραντοπούλου

"Δεν προχώρησε σε μόνιμες προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών, σε μαζικές συνταγογραφήσεις δωρεάν τεστ, σε ενίσχυση με ΜΕΘ των δημόσιων νοσοκομείων και επίταξη των ιδιωτικών ΜΕΘ».

Υπογράμμισε, επίσης, ότι «μέχρι το τέλος Οκτωβρίου δόθηκαν στα νοσοκομεία και στην πρωτοβάθμια φροντίδα μόλις 200εκατ. παραπάνω απ’ ό,τι θα δίνονταν αν δεν υπήρχε πανδημία. Αυτό μαρτυρά η εκτέλεση του Προϋπολογισμού».

Η κ. Αχτσιόγλου επισήμανε ότι «και στο πεδίο της οικονομίας η αποτυχία είναι παταγώδης, η Ελλάδα κατέγραψε τη βαθύτερη ύφεση στην Ευρώπη στο 3ο τρίμηνο του 2020, 11,7%, όταν ο μ.ο. ήταν 4,3%. Το 2020 η χώρα θα έχει μία από τις βαθύτερες υφέσεις στην Ευρώπη, 10,5% προβλέπει Προϋπολογισμός».

Η κυβέρνηση, τόνισε, «μπορούσε να δράσει διαφορετικά, γιατί η χώρα είχε μια σειρά από πλεονεκτήματα: buffer και ρυθμισμένο χρέος, άρση του συμφώνου σταθερότητας, έκτακτο πρόγραμμα της ECB –πρωτόγνωρης ρευστότητας. Όμως, επέλεξε τη μη στήριξη». Ειδικότερα, σημείωσε, «έγιναν εξαιρετικά περιορισμένες κρατικές δαπάνες. Από την αρχή της χρονιάς μέχρι και τον Οκτώβριο η κυβέρνηση δαπάνησε μόλις 6,7 δισ., από τα οποία τα 3,1 δισ. ήταν δάνεια. Τα 24 δισ. του κ. Μητσοτάκη έχουν καταντήσει το πιο σύντομο ανέκδοτο».

Στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, πρόσθεσε, «δόθηκαν δάνεια αντί για απευθείας επιχορήγηση. Η συντριπτική πλειονότητα τους εδώ και μήνες συνθλίβεται ανάμεσα στην έλλειψη ρευστότητας και τη διόγκωση των χρεών», ενώ «στους εργαζόμενους, αντί για υποστήριξη, έγινε μια σφοδρή επίθεση» και «δεν λήφθηκε κανένα ουσιώδες μέτρο πραγματικής εισοδηματικής στήριξης των πληττόμενων νοικοκυριών».

Ο ΣΥΡΙΖΑ, οι επαγγελματικοί φορείς και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις «πρότειναν επιδότηση της εργασίας με αναπλήρωση του μισθού, ενίσχυση του εισοδήματος των νοικοκυριών, απευθείας ενισχύσεις στις επιχειρήσεις», αλλά η κυβέρνηση «μας αγνόησε όλους επιδεικτικά, περιφερόμενη αυτάρεσκα μέσα στη φούσκα της εικονικής πραγματικότητας μιας δήθεν επιτυχίας».

Καταθέτοντας τα στοιχεία της Eurostat η κ. Αχτσιόγλου δήλωσε ότι «οι μισθοί κατέρρευσαν και οι χαμηλόμισθοι στην Ελλάδα έχασαν το 12% του εισοδήματός τους, πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση στην Ε.Ε. και συνολικά οι Έλληνες εργαζόμενοι βιώνουν την 3η μεγαλύτερη μείωση εισοδήματος στην Ε.Ε.», επίσης «το εισόδημα των νοικοκυριών, πριν το δεύτερο λοκ-ντάουν, είχε μειωθεί κατά 4 δισ.» ενώ «πάνω 100.000 άνθρωποι βρίσκονται εκτός εργασίας».

Επισήμανε, ακόμα, ότι «δημιουργήθηκαν νέα χρέη 2,5 δισ., των πολιτών προς το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, χωρίς να συνυπολογίζονται οι οφειλές που πάγωσαν μέσα στην πανδημία που είναι άλλα 1,6 δισ. Σε αυτούς τους πολίτες η κυβέρνηση απάντησε με τον νέο πτωχευτικό κώδικα, όπου όλοι πτωχεύουν και χάνουν όλη την περιουσία τους».

Η κ. Αχτσιόγλου τόνισε ότι η κυβέρνηση είναι «εγκλωβισμένη στην ιδεοληπτική της αγκίστρωση στο νεοφιλελεύθερο δόγμα αφενός και στην αλαζονεία και την αυταρέσκεια αφετέρου», έτσι «δεν στήριξε την κοινωνία και εκτροχίασε την οικονομία». Το μεγαλύτερο πρόβλημα, πρόσθεσε, είναι ότι «με αυτές τις επιλογές, ακυρώθηκαν οι προϋποθέσεις για μια σοβαρή και γρήγορη ανάκαμψη το επόμενο έτος», ενώ «και για το 2021 προβλέπει ότι θα συνεχίσει την ίδια και χειρότερη πολιτική, με μηδενική στήριξη σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα, σε ολόκληρους τομείς και κλάδους».

Η στρατηγική της κυβέρνησης, επισήμανε, «αποτυπώνεται στην Έκθεση Πισσαρίδη και στην πρότασή της για το Ταμείο Ανάκαμψης: ελαστικοποίηση της εργασίας, ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων υποδομών, υπηρεσιών και αγαθών, υγείας, παιδείας, ασφαλιστικού, συρρίκνωση έως εκκαθάριση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μείωση κοινωνικών δαπανών. Ένα σχέδιο που αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες».

Υπογράμμισε, τέλος, ότι «υπάρχει, όμως, και το αντιπαραθετικό σχέδιο, αυτό που υπηρετεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Που λέει ότι προϋπόθεση για την ανάπτυξη είναι η ρύθμιση της αγοράς εργασίας, η αύξηση των μισθών, η ενίσχυση των δημοσίων δομών, το καθολικό κοινωνικό κράτος, η στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Αυτό είναι το μοντέλο που μπορεί να εγγυηθεί τη μείωση των ανισοτήτων και την κοινωνική ευημερία».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ