Γιάννης Στουρνάρας: Ανάπτυξη 4,2% το 2021 

Στο 4,2% τοποθετεί την ανάπτυξη του 2021, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Γιάννης Στουρνάρας, σε έκθεσή του για την ελληνική οικονομία.

Σύμφωνα με την έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ, η ανάκαμψη της ζήτησης προβλέπεται να κερδίσει έδαφος αργότερα μέσα στο έτος και συγκεκριμένα από το β΄ τρίμηνο και να οδηγήσει σε θετικό και ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. 

του Βασίλη Τσεκούρα

Η ελληνική οικονομία, ως οικονομία κυρίως υπηρεσιών με μεγάλη συμμετοχή του τουρισμού και του λιανικού εμπορίου, επλήγη βαρύτερα σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ από τους κραδασμούς στην εξωτερική και εγχώρια ζήτηση. Το 2020 η ύφεση ανήλθε σε 8,2%. Εντούτοις, παρά τις βαρύτατες απώλειες, έδειξε αξιοσημείωτη αντοχή και ικανότητα λειτουργικής προσαρμογής στις νέες συνθήκες.

Κρίσιμη παράμετρος υπήρξε η έγκαιρη και αποτελεσματική άσκηση από την ελληνική κυβέρνηση της αναγκαίας αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής με λήψη μέτρων πρωτοφανούς μεγέθους και εύρους, ύψους 11,2% του ΑΕΠ, για τη διαφύλαξη της απασχόλησης, την προστασία της επιχειρηματικότητας και την τόνωση της εγχώριας ζήτησης. Σε συνδυασμό μάλιστα με την πιστωτική επέκταση, τα μέτρα αναστολής πληρωμής δανείων για τους πληττόμενους οφειλέτες και άλλες διευκολύνσεις, τα έκτακτα μέτρα πολιτικής, αν και είχαν σημαντικό δημοσιονομικό κόστος, άμβλυναν τις ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα και την απασχόληση, δημιούργησαν θετικές προσδοκίες και μετρίασαν την πολύ υψηλή αβεβαιότητα.

Στόχος της πολιτικής ήταν να αποφευχθεί ο κίνδυνος μετατροπής μιας προσωρινής ύφεσης σε μακροχρόνια οικονομική κρίση. Τελικό αποτέλεσμα ήταν η καταγραφή ποσοστού ύφεσης σημαντικά μικρότερου έναντι των προβλέψεων από εγχώριους και διεθνείς φορείς.

Προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2021

Η ανάκαμψη της ζήτησης προβλέπεται να κερδίσει έδαφος αργότερα μέσα στο έτος και συγκεκριμένα από το β΄ τρίμηνο και να οδηγήσει σε θετικό και ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2021 θα είναι 4,2%. Η πρόβλεψη αυτή εμπεριέχει αβεβαιότητα εξαιτίας των κινδύνων που συνδέονται με την εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων και τη δυνατότητα άμεσης άρσης πολλών περιοριστικών και απαγορευτικών μέτρων, αλλά και με τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας.

Η ταχύτητα με την οποία θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες:
  • Πρώτον, την επιτάχυνση των εμβολιασμών όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο εμβολιασμός του πληθυσμού θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην προοπτική επίλυσης της υγειονομικής κρίσης και θα δώσει τη δυνατότητα επιστροφής στην κανονικότητα με άρση ταξιδιωτικών και άλλων περιορισμών, συμβάλλοντας έτσι στην ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης, κυρίως υπηρεσιών. Παράλληλα, θα επιτρέψει την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης και των εγχώριων επενδύσεων.
  • Δεύτερον, τη διατήρηση σε εφαρμογή, όσο διαρκεί η πανδημία και μέχρι να εδραιωθεί η ανάκαμψη, των δημοσιονομικών παρεμβάσεων και των έκτακτων μέτρων από το τραπεζικό σύστημα, στοχευμένων σε κατηγορίες εργαζομένων και παραγωγικούς κλάδους που επλήγησαν βαρύτερα αλλά παραμένουν οικονομικά υγιείς.
  • Τρίτον, την ταχύτητα ενεργοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 θα ενισχύσει τη δυναμική της ανάπτυξης και θα διευκολύνει, μέσω της αύξησης του εθνικού προϊόντος, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας χωρίς την ανάγκη επιστροφής στις αυστηρές πολιτικές λιτότητας του παρελθόντος που εγκλώβισαν την οικονομία σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και στασιμότητας.
Δημοσιονομική πολιτική

Τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και η ύφεση επέφεραν απότομη μεταστροφή του δημοσιονομικού πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα σε έλλειμμα και, σε συνδυασμό με τη μεγάλη πτώση του ονομαστικού προϊόντος, σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Με βάση την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτιμάται ότι το 2020 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 7,0% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 205% του ΑΕΠ.

Η συμπερίληψη των κρατικών ομολόγων, αν και εξακολουθούν να υπολείπονται της επενδυτικής βαθμίδας, στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας της ΕΚΤ και η αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα, καθώς και οι θετικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, συνέβαλαν στην αδιάλειπτη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές με ιδιαιτέρως ευνοϊκούς όρους.

Παρ’ όλα αυτά, η αβεβαιότητα παραμένει αυξημένη και η δημοσιονομική πολιτική το 2021 έχει ήδη συμπληρωθεί με νέες επεκτατικές παρεμβάσεις, οι οποίες αναμένεται να επιβαρύνουν περαιτέρω το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Εκτιμάται ότι το 2021 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 5,3% του ΑΕΠ.

Τραπεζικό σύστημα

Η δέσμη μέτρων της ΕΚΤ, συμπεριλαμβανομένων της αποδοχής των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στις πράξεις αναχρηματοδότησης και των μέτρων εποπτικής φύσεως, αύξησε σημαντικά τη ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα, οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης, μέσω των προγραμμάτων ιδίως της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, δημιούργησαν το κατάλληλο υπόβαθρο για την επιτάχυνση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.

Ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε σε 1,2% κατά μέσο όρο το 2020, έναντι αρνητικού ρυθμού (-0,4%) το 2019. Οι τράπεζες αύξησαν τις πιστώσεις τους κυρίως προς τις μεγάλες επιχειρήσεις και σε μικρότερο βαθμό προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα σημείωσαν αύξηση κατά 20,6 δισεκ. ευρώ το 2020, ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης ρευστότητας, αλλά και της αναβολής πραγματοποίησης δαπανών τόσο για λόγους πρόνοιας όσο και αναγκαστικά εξαιτίας των μέτρων περιορισμού.

Οι συνέπειες της πανδημίας στον τραπεζικό τομέα αναμένεται να ενταθούν το 2021. Η επίπτωση αφορά κυρίως τη δημιουργία νέων ΜΕΔ, καθώς και την αναμενόμενη επιδείνωση του λόγου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων προς το σύνολο των εποπτικών κεφαλαίων. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβλέψει ότι το 2021 θα δημιουργηθούν νέα ΜΕΔ ύψους 8-10 δισεκ. ευρώ. Εκτός από τα “δίδυμα” προβλήματα των ΜΕΔ και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν και μια σειρά από άλλες σοβαρές προκλήσεις, κοινές όμως και για τις περισσότερες τράπεζες της ευρωζώνης, όπως η χαμηλή οργανική κερδοφορία, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από μη τραπεζικά ιδρύματα, προκλήσεις που πηγάζουν από την ατελή τραπεζική ένωση, καθώς και λοιπές προκλήσεις που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αλλά και με κυβερνοεπιθέσεις.

Μη εξυπηρετούμενα δάνεια

Τα ΜΕΔ ανήλθαν στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020 σε 47,4 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 21 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός, 30,2%, έναντι μέσου όρου μόλις 2,6% στην ΕΕ. Σε σχέση όμως με το Μάρτιο 2016, όταν είχε καταγραφεί ο μεγαλύτερος όγκος ΜΕΔ, έχει επιτευχθεί μείωση κατά περίπου 60 δισεκ. ευρώ, η οποία οφείλεται ως επί το πλείστον σε πωλήσεις δανείων και διαγραφές και πολύ λιγότερο σε εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης.

Με την ολοκλήρωση του προγράμματος “Ηρακλής” εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα, με ταυτόχρονη αύξηση του ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα συνολικά εποπτικά κεφάλαια. Σε αυτούς τους δείκτες δεν περιλαμβάνονται τα νέα ΜΕΔ που αναμένεται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο.

Συνεπώς, είναι απαραίτητο να αναληφθούν πρόσθετες ενέργειες οι οποίες θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των ζημιών λόγω αυξημένου πιστωτικού κινδύνου εξαιτίας της πανδημίας και την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μαζί με την αντιμετώπιση του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Για το σκοπό αυτό, συμπληρωματικά με το υπό εξέλιξη πρόγραμμα “Ηρακλής”, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει προς την κυβέρνηση τη σύσταση εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC). Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος επιλύει ταυτόχρονα και το πρόβλημα των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Η κυβέρνηση εξετάζει τη σκοπιμότητα της ίδρυσης εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού, όπως έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος, και παράλληλα έχει αιτηθεί από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την επέκταση του προγράμματος “Ηρακλής”. Στην περίπτωση που δεν επιλεγεί τελικά η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, θα πρέπει να βρεθεί ένας εναλλακτικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, συνεπής με την κείμενη νομοθεσία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων. Η δέσμευση σημαντικών δημόσιων πόρων υπό τη μορφή κρατικών εγγυήσεων για τη στήριξη των τιτλοποιήσεων των ΜΕΔ των τραπεζών μέσω του προγράμματος “Ηρακλής”, που ορθώς έχει αποφασιστεί, θα πρέπει να εξασφαλίζει την οριστική και ολιστική αντιμετώπιση τόσο του προβλήματος των ΜΕΔ όσο και του προβλήματος του πολύ υψηλού ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών.

Πηγές αβεβαιότητας και κίνδυνοι

Βασικό χαρακτηριστικό της πανδημικής περιόδου είναι η εκτίναξη της αβεβαιότητας διεθνώς. Το εξαιρετικά ασταθές διεθνές οικονομικό περιβάλλον επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες και μετριάζει την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής.

Με την πανδημία να παρουσιάζει αμείωτη ένταση διεθνώς, οι καθυστερήσεις στην παραγωγή και διάθεση των εμβολίων εγκυμονούν το μεγαλύτερο κίνδυνο. Ο εμβολιασμός στην παρούσα έκτακτη συγκυρία είναι παγκόσμιο δημόσιο αγαθό, στο οποίο θα πρέπει να έχουν πρόσβαση όλοι οι πολίτες ισότιμα και χωρίς διακρίσεις. Η ανισομερής κατανομή των εμβολίων μεταξύ χωρών αποτελεί τροχοπέδη στην κοινή προσπάθεια της ανθρωπότητας για την ανάσχεση της υγειονομικής κρίσης και την παγκόσμια ανάκαμψη. Ο ίδιος κίνδυνος εξάλλου απορρέει από ανταγωνισμούς και αντιπαλότητες μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών. Όσο συντομότερα γίνουν οι εμβολιασμοί, τόσο ταχύτερα θα διαφυλαχθεί η υγειονομική ασφάλεια και θα επανέλθουν οι οικονομίες σε κανονική λειτουργία.

Την επαύριο, ένας από τους σοβαρότερους ίσως κινδύνους συνδέεται με τη διεύρυνση του οικονομικού και κοινωνικού χάσματος μεταξύ ομάδων χωρών, γεωγραφικών περιοχών και κοινωνικών ομάδων.

Η πανδημία επέσπευσε δομικές αλλαγές στην αγορά εργασίας. Έπληξε βαρύτατα τις πλέον ευάλωτες κατηγορίες εργαζομένων, οι οποίοι απασχολούνται σε κλάδους που στηρίζονται σε φυσική παρουσία και σε τομείς υπηρεσιών διαμεσολαβητικού χαρακτήρα, οι οποίες μπορούν να αντικατασταθούν από τις ψηφιακές τεχνολογίες. Ταυτόχρονα, τομείς που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας παρουσιάζουν ταχύτερη ανάπτυξη έναντι πιο παραδοσιακών τομέων.

Οι αλλαγές στην αγορά εργασίας δρομολογούν αλλαγές στα εκπαιδευτικά συστήματα, με αναπροσανατολισμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα νέα είδη της ζήτησης εργασίας. Επιφέρουν επίσης αλλαγές στις πόλεις, καθώς η διάδοση της τηλεργασίας, της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και της τηλεδιάσκεψης περιορίζει τις μετακινήσεις και αναθεωρείται η μέχρι σήμερα τάση συγκέντρωσης στα αστικά κέντρα.

Χώρες και κλάδοι παραγωγής με μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών και ευκολότερη λειτουργική προσαρμογή θα προσελκύσουν επενδύσεις, θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και θα ανακάμψουν ταχύτερα.

Άλλος σημαντικός κίνδυνος είναι η εκτίναξη του ιδιωτικού χρέους, η διαχείριση του οποίου αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση στο αμέσως επόμενο διάστημα. Εξίσου σημαντικός κίνδυνος συνδέεται με τη δυναμική του παγκόσμιου δημόσιου χρέους, το οποίο εκτινάχθηκε στα υψηλότερα μεταπολεμικά επίπεδα. Η επικράτηση ιστορικά χαμηλών επιτοκίων δανεισμού το καθιστά μεσοπρόθεσμα διαχειρίσιμο. Υπάρχει όμως ανησυχία ότι η μεγάλη και παρατεταμένη δημοσιονομική τόνωση ίσως οδηγήσει σε υπερθέρμανση των οικονομιών.

Οι πρόσφατες ανοδικές πιέσεις στις αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων επιβεβαιώνουν την ανησυχία αυτή. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος μιας σημαντικής διόρθωσης των διεθνών κεφαλαιαγορών, καθώς οι αποτιμήσεις σε ορισμένα χρηματιστήρια βρίσκονται σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα.

Μια απότομη αύξηση όμως του κόστους χρηματοδότησης μπορεί να υπονομεύσει την παγκόσμια ανάκαμψη. Ως εκ τούτου, κρίσιμης σημασίας είναι η συνέχιση και η επέκταση, για όσο χρόνο χρειαστεί, της στήριξης μέσω των προγραμμάτων αγοράς τίτλων από τις κεντρικές τράπεζες και εν γένει της διατήρησης της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής.

Η Ελλάδα επηρεάζεται άμεσα από την έξαρση της παγκόσμιας αβεβαιότητας και από τους παγκόσμιους κινδύνους. Αντιμετωπίζει όμως και επιπλέον κινδύνους, που συνδέονται με τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά της οικονομίας της, αλλά και με προβλήματα που είχε κληροδοτήσει η προηγούμενη κρίση.

Με το πέρας της πανδημίας, η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικούς κινδύνους: την εμφάνιση ενός μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων μη βιώσιμων επιχειρήσεων και την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, κυρίως σε υπηρεσίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε κλάδους εντάσεως εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης.

Το ενδεχόμενο πτώχευσης μεγάλου αριθμού οριστικά μη βιώσιμων επιχειρήσεων ενέχει σημαντικούς πιστωτικούς κινδύνους (νέα ΜΕΔ) και δημοσιονομικούς κινδύνους (καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων, οριστική διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, εισοδηματική στήριξη στους απολυόμενους εργαζομένους), οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά το χρηματοπιστωτικό τομέα και επιβραδύνουν την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία.

Προκλήσεις και προϋποθέσεις ανάκαμψης

Οι επιπτώσεις της πανδημίας θέτουν την ελληνική οικονομία ενώπιον δύο σημαντικών προκλήσεων, που αφορούν: α) την επίσπευση του ολικού μετασχηματισμού της με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και με κατεύθυνση την ενίσχυση της ψηφιακής και πράσινης οικονομίας και β) την ταυτόχρονη και ολική αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.

Όσον αφορά την πρώτη πρόκληση, η σωστή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων μέσω του NGEU παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για την εφαρμογή των αναγκαίων πολιτικών με στόχο την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας. Όσον αφορά τη δεύτερη πρόκληση, η λήξη της ισχύος των μέτρων στήριξης μπορεί να αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο από νέα άνοδο των ΜΕΔ. Οι τράπεζες θα πρέπει να λάβουν μέτρα που θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των πιστωτικών ζημιών, καθώς και να προβούν στην ταχεία εξυγίανση των ισολογισμών τους μέσω συστημικών λύσεων όπως αυτές που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2020. Ιδιαιτέρως θετική εξέλιξη στο πλαίσιο αυτό αποτελεί η ενίσχυση των εποπτικών κεφαλαίων ορισμένων τραπεζών.

Κατά συνέπεια, κυρίαρχο ζητούμενο είναι ο τρόπος επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας σε κανονική λειτουργία. Η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στραφεί σε ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και να διευκολύνει τη διαδικασία ανακατανομής πόρων σε δυναμικούς κλάδους και επιχειρήσεις με καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης.

Συγκεκριμένα, αναγκαία είναι η διατήρηση της επιλεκτικής οικονομικής στήριξης προς εκείνους τους κλάδους παραγωγής και εκείνες τις ομάδες των εργαζομένων που επλήγησαν βαρύτερα. Τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να είναι εξειδικευμένα και στοχευμένα ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος δημιουργίας συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας για τις βιώσιμες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας. Παράλληλα, πρέπει να διασφαλιστεί η κουλτούρα πληρωμής υποχρεώσεων και η ομαλή εξυπηρέτηση των χρεών, ενώ επίσης πρέπει να υπάρξει ένα δίχτυ προστασίας για τους εργαζόμενους στις οριστικά μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Επιπλέον, είναι αναγκαία η επίσπευση της εφαρμογής πολιτικών με μεταρρυθμιστικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα.

Το στοίχημα επομένως της οικονομικής πολιτικής είναι η καταγραφή υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, ούτως ώστε οι απώλειες να ανακτηθούν ταχύτερα, η οικονομία να τεθεί σε στέρεη τροχιά ανάπτυξης, η δημοσιονομική ισορροπία να αποκατασταθεί και ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ να τεθεί σε καθοδική πορεία.

Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει να συντρέχει ένα ελάχιστο σύνολο βασικών προϋποθέσεων, όπως:
  • Αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
  • Οριστική και ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
  • Ολοκλήρωση της φορολογικής μεταρρύθμισης με γνώμονα την ελάφρυνση των φορολογικών βαρών και τη δικαιότερη κατανομή τους.
  • Αναδιάρθρωση των δημόσιων δαπανών με έμφαση στις παραγωγικές δαπάνες.
  • Αύξηση των δημόσιων επενδύσεων.
  • Ολοκλήρωση του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας και κοινωνίας.
  • Προστασία από μελλοντικές μολυσματικές ασθένειες και αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWS2U ΣΤΟ INSTAGRAM